- πνευματομάχοι
- οι духоборы (секта)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πνευματομάχοι — Αιρετικοί που προέρχονταν από την αρειανική αίρεση και αρνούνταν τη θεότητα του τρίτου προσώπου της Αγίας Τριάδας, του Αγίου Πνεύματος. Π. κυρίως, ονομάστηκαν οι οπαδοί του Μακεδόνιου, του αρχιεπισκόπουΚωνσταντινουπόλεως, ο οποίος δίδασκε ότι το… … Dictionary of Greek
ДУХОБОРЧЕСТВО — [греч. πνευματομαχία], еретическое учение, отвергавшее божественность Св. Духа. Наибольшее распространение с кон. 50 х по 80 е гг. IV в. получило на востоке Римской империи, в Египте, К поле и Геллеспонте, а также в М. Азии. Источники… … Православная энциклопедия
CHRISTOMACHI — Graece Χριςτομάχοι, quasi Christi hostes, dicti sunt omnes illi Haeretici, qui I. vel Deitatem eius, vel Personalitatem, vel Consubstantlalitatem tandem cum Patre et Spiritu S. ivêre impugnatum. Et quidem, Christum esse Deum negârunt, rebelles ac … Hofmann J. Lexicon universale
MACEDONIUS I — MACEDONIUS I. Episcop. Constantinop. Haeresiarcha. Ab Arianis, mortuô Alexandrô, intrusus A. C. 342. Pauloque oppositus, illô post iurgia, et caedes, pulsô a Constantio, tyrannice imperavit. Mox translatô Constantini cadavere ex templo… … Hofmann J. Lexicon universale
Μακεδονιανός — ο (Α Μακεδονιανός και Μακεδονιακός και Μακεδονικός) στον πληθ. οι Μακεδονιανοί οπαδοί τής αίρεσης τού Μακεδονίου, πατριάρχη τής Κωνσταντινούπολης κατά τον 4ο μ.Χ. αιώνα, ο οποίος απέρριπτε τη θεότητα τού Αγίου Πνεύματος και πρέσβευε ότι τούτο… … Dictionary of Greek
πνευματομάχος — ον, ΝΜΑ 1. αυτός που μάχεται εναντίον τού Αγίου Πνεύματος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Πνευματομάχοι εκκλ. μετριοπαθείς οπαδοί τής αίρεσης του Αρειανισμού, με επικεφαλής τον εκθρονισμένο αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Μακεδόνιο, οι οποίοι… … Dictionary of Greek